περιουσιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιουσιακά < περιουσιακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπεριουσιακά
- από περιουσιακής απόψεως ή πλευράς
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιουσιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπεριουσιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περιουσιακός