patrimonial
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patrimonial | patrimoniaux |
θηλυκό | patrimoniale | patrimoniales |
Επίθετο
επεξεργασίαpatrimonial (fr)
- πατρογονικός
- περιουσιακός, σχετικός με μια περιουσία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patrimonial | patrimoniaux |
θηλυκό | patrimoniale | patrimoniales |
patrimonial (fr)