κεφαλαιο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεφαλαιο- < κεφάλαι(ο) + -ο-, (απόδοση) γαλλική capital ως πρώτου συνθετικού. Μορφή κεφαλαι- πριν από φωνήεντα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.fa.le.o/
Πρόθημα
επεξεργασίακεφαλαιο- ή κεφαλαι-