Δείτε επίσης: κενότητα, στενότητα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενότητα οι ενότητες
      γενική της ενότητας των ενοτήτων
    αιτιατική την ενότητα τις ενότητες
     κλητική ενότητα ενότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενότητα < αρχαία ελληνική ἑνότης < εἷς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈno.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα εκείνη της έλλειψης αποσχιστικών ή διαιρετικών τάσεων
    • η συμπεριφορά των υπαλλήλων αυτών χαρακτηρίζεται από μία πρωτοφανή αίσθηση ενότητας
  2. η εμφάνιση κάποιων προσώπων ή πραγμάτων ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά
  3. (ειδικότερα) το χαρακτηριστικό του (γραπτού ή προφορικού) λόγου κατά το οποίο τα επιμέρους στοιχεία του συνδέονται ή συγκλίνουν προς συγκεκριμένο θεματικό κέντρο
  4. (κατ’ επέκταση) το επιμέρους τμήμα ενός κειμένου με συγκεκριμένο θεματικό κέντρο και αυτοτέλεια
  5. (πληροφορική) ή σύνθετη εντολή, είναι αυτοτελές κομμάτι κώδικα (Αγγλ. block) μιας γλώσσας προγραμματισμού, όπως ο κώδικας που περιέχεται σε ένα υποπρόγραμμα. Επεκτείνοντας την έννοια, μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα ολόκληρο πρόγραμμα είναι μία ενότητα (block) που περιέχει άλλες μικρότερες ενότητες.
    Στη γλώσσα προγραμματισμού C τα άγκιστρα {...} χρησιμοποιούνται και για να υποδηλώσουν τα όρια (έκταση) μίας ενότητας

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία