• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κενότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κενότητα οι κενότητες
      γενική της κενότητας των κενοτήτων
    αιτιατική την κενότητα τις κενότητες
     κλητική κενότητα κενότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κενότητα < αρχαία ελληνική κενότης < κενός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κενότητα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) το να είναι κάποιος ή κάτι κενό(ς), η ιδιότητα του κενού
    ≠ αντώνυμα: πληρότητα
  2. η κενοδοξία, η ματαιοδοξία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κενότητα
  • γαλλικά : vacance (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κενότητα&oldid=7113345"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:27

Γλώσσες

    • Kurdî
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:27.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας