Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κενοδοξία οι κενοδοξίες
      γενική της κενοδοξίας των κενοδοξιών
    αιτιατική την κενοδοξία τις κενοδοξίες
     κλητική κενοδοξία κενοδοξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κενοδοξία < κενό + δόξα


  Ουσιαστικό επεξεργασία

κενοδοξία θηλυκό

  • η ιδιότητα του κενόδοξου· το να νοιάζεται κανείς και να επιδιώκει πράγματα μάταια, ασήμαντα, και να τα επιδεικνύει

Συνώνυμα επεξεργασία

  • ματαιοδοξία

  Μεταφράσεις επεξεργασία