Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματαιοδοξία οι ματαιοδοξίες
      γενική της ματαιοδοξίας των ματαιοδοξιών
    αιτιατική τη ματαιοδοξία τις ματαιοδοξίες
     κλητική ματαιοδοξία ματαιοδοξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματαιοδοξία < ματαιόδοξος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vaine gloire[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ματαιοδοξία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία