Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
vacance
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
va.kɑ̃s
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
vacance
vacances
vacance
(fr)
θηλυκό
η
κενότητα
μιας θέσης
(
στον πληθυντικό
) οι
διακοπές