Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /va.kɑ̃s/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vacances (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Je pars en vacances - Πάω διακοπές



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vacances (ca)