kapitalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapitalo | kapitaloj |
αιτιατική | kapitalon | kapitalojn |
kapitalo (eo)
- το κεφάλαιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapitalo | kapitaloj |
αιτιατική | kapitalon | kapitalojn |
kapitalo (eo)