ενικός         πληθυντικός  
chapter chapters

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chapter (en)

  1. το κεφάλαιο ενός βιβλίου
    ⮡  Part A of the book is divided into two chapters.
    Το A' μέρος του βιβλίου χωρίζεται σε δύο κεφάλαια.
  2. το κεφάλαιο, τμήμα της ζωής ή της ιστορίας ενός ατόμου, μιας ομάδας, ενός έθνους
    ⮡  With the accession of Greece to the EEC, today’s European Union, a new chapter opened for the country.
    Με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, άνοιξε ένα καινούριο κεφάλαιο για τη χώρα.
    ⮡  With your graduation from school, an important chapter of your life closes.
    Με την αποφοίτησή σας από το σχολείο κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σας.