↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανατοκισμός οι ανατοκισμοί
      γενική του ανατοκισμού των ανατοκισμών
    αιτιατική τον ανατοκισμό τους ανατοκισμούς
     κλητική ανατοκισμέ ανατοκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανατοκισμός < ανατοκίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανατοκισμός αρσενικό

  • η προσθήκη του τόκου, συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, στο κεφάλαιο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία