Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατατεθειμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατατεθειμέν
ος
η
κατατεθειμέν
η
το
κατατεθειμέν
ο
γενική
του
κατατεθειμέν
ου
της
κατατεθειμέν
ης
του
κατατεθειμέν
ου
αιτιατική
τον
κατατεθειμέν
ο
την
κατατεθειμέν
η
το
κατατεθειμέν
ο
κλητική
κατατεθειμέν
ε
κατατεθειμέν
η
κατατεθειμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατατεθειμέν
οι
οι
κατατεθειμέν
ες
τα
κατατεθειμέν
α
γενική
των
κατατεθειμέν
ων
των
κατατεθειμέν
ων
των
κατατεθειμέν
ων
αιτιατική
τους
κατατεθειμέν
ους
τις
κατατεθειμέν
ες
τα
κατατεθειμέν
α
κλητική
κατατεθειμέν
οι
κατατεθειμέν
ες
κατατεθειμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κατατεθειμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταθέτω
,
καταθέτομαι
και
κατατίθεμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατατεθειμένος
γαλλικά
:
déposé
(fr)