ἀμφιλύκη
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | ||
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἀμφιλύκη | ||
Γενική | ἀμφιλύκης | ||
Δοτική | ἀμφιλύκῃ | ||
Αιτιατική | ἀμφιλύκην | ||
Κλητική | ἀμφιλύκη | ||
δεν μαρτυρείται ο πληθυντικός |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἀμφιλύκη θηλυκό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ἀμφιλύκη» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἀμφιλύκη» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.