↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλυκοχάραμα τα γλυκοχαράματα
      γενική του γλυκοχαράματος των γλυκοχαραμάτων
    αιτιατική το γλυκοχάραμα τα γλυκοχαράματα
     κλητική γλυκοχάραμα γλυκοχαράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυκοχάραμα < γλυκοχαράζει

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλυκοχάραμα ουδέτερο

  • το λυκαυγές, το πρώτο φως στον ουρανό πριν την ανατολή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία