↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το λυκαυγές
      γενική του λυκαυγούς
    αιτιατική το λυκαυγές
     κλητική λυκαυγές
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυκαυγές < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυκαυγές, ουδέτερο του λυκαυγής < *λύκη + αὐγής (< αὐγή)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λυκαυγές ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. το μισόφωτο πριν χαράξει για τα καλά η μέρα
  2. (μεταφορικά) η αρχή, το ξεκίνημα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυκαυγές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λυκαυγής < *λύκη + αὐγής (< αὐγή)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λυκαυγές ουδέτερο, μόνο στον ενικό