↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το λυκόφως
      γενική του λυκόφωτος
    αιτιατική το λυκόφως
     κλητική λυκόφως
Κατηγορία όπως «αεριόφως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυκόφως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυκόφως < *λύκη (αμυδρό φως) + φῶς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈko.fos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λυκόφως ουδέτερο, μόνο στον ενικό, γενική: του λυκόφωτος

  1. το λίγο φως που παραμένει μετά τη δύση του ήλιου
  2. (μεταφορικά) το τέλος μιας εποχής, μιας ιστορικής περιόδου
    Το Λυκόφως των Θεών (στην όπερα του Βάγκνερ, "Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν")

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυκόφως < *λύκη (αμυδρό φως) + φῶς

ζητούμενο λήμμα