σουρούπωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουρούπωμα < σουρουπώνει + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουρούπωμα ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) το νύχτωμα, το σούρουπο, το λυκόφως
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σουρουπώνει
σουρούπωμα ουδέτερο