σούρουπο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σούρουπο | τα | σούρουπα |
γενική | του | σούρουπου | των | σούρουπων |
αιτιατική | το | σούρουπο | τα | σούρουπα |
κλητική | σούρουπο | σούρουπα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σούρουπο < σουρουπώνει + -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασούρουπο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σουρουπώνει
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σούρουπο στη Βικιπαίδεια