μούχρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μούχρωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) το χάσιμο της λάμψης
- (μεταφορικά) δειλινό, σούρουπο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μουχρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μούχρωμα