Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

brune < θηλυκό του brun

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
brune brunes

brune (fr) θηλυκό

  1. το δειλινό, το σούρουπο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
brune brunes

brune (fr) θηλυκό

  1. μελαχρινή