brune
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
brune | brunes |
brune (fr) θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
brune | brunes |
brune (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
brune | brunes |
brune (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
brune | brunes |
brune (fr) θηλυκό