μουχρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μουχρός | η | μουχρή | το | μουχρό |
γενική | του | μουχρού | της | μουχρής | του | μουχρού |
αιτιατική | τον | μουχρό | τη | μουχρή | το | μουχρό |
κλητική | μουχρέ | μουχρή | μουχρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μουχροί | οι | μουχρές | τα | μουχρά |
γενική | των | μουχρών | των | μουχρών | των | μουχρών |
αιτιατική | τους | μουχρούς | τις | μουχρές | τα | μουχρά |
κλητική | μουχροί | μουχρές | μουχρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /muˈxros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐χρός
Επίθετο
επεξεργασίαμουχρός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «< αρχαία ελληνική *μορυχός (πρβ. αρχ. μόρυχος, ελνστ. μοριφός `λερωμένος, σκουρόχρωμος΄)». μουχρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μόρῠχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.