Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουχρώνει
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μουχρώνει
<
γʹ
ενικό
οριστικής
ενεστώτα
του ρήματος
μουχρώνω
Ρήμα
επεξεργασία
μουχρώνει
(
απρόσωπο ρήμα
,
λογοτεχνικό
)
βραδιάζει
,
σκοτεινιάζει
,
σουρουπώνει
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
μουχρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουχρώνει
γαλλικά
:
il se fait nuit
(fr)