Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουχρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μουχρωμέν
ος
η
μουχρωμέν
η
το
μουχρωμέν
ο
γενική
του
μουχρωμέν
ου
της
μουχρωμέν
ης
του
μουχρωμέν
ου
αιτιατική
τον
μουχρωμέν
ο
τη
μουχρωμέν
η
το
μουχρωμέν
ο
κλητική
μουχρωμέν
ε
μουχρωμέν
η
μουχρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μουχρωμέν
οι
οι
μουχρωμέν
ες
τα
μουχρωμέν
α
γενική
των
μουχρωμέν
ων
των
μουχρωμέν
ων
των
μουχρωμέν
ων
αιτιατική
τους
μουχρωμέν
ους
τις
μουχρωμέν
ες
τα
μουχρωμέν
α
κλητική
μουχρωμέν
οι
μουχρωμέν
ες
μουχρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μουχρωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μουχρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουχρωμένος