μουχρίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μουχρίτσα | οι | μουχρίτσες |
γενική | της | μουχρίτσας | — | |
αιτιατική | τη | μουχρίτσα | τις | μουχρίτσες |
κλητική | μουχρίτσα | μουχρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μουχρίτσα < σλαβικής προέλευσης мокрица / mokrica[1] < мокрый (mókryj, υγρός) + -ица (-íca) < πρωτοσλαβική *mokrъ (υγρός, υγρασία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουχρίτσα θηλυκό
- (φυτό) είδος ζιζανίου (Echinochloa crus-galli) του γένους Echinochloa της οικογένειας αγρωστώδη
- (παρωχημένο, μεταφορικά) γυναίκα κακότροπη και ύπουλη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μουχρίτσα
Πηγές
επεξεργασία- μουχρίτσα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)