Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριάδα οι αγριάδες
      γενική της αγριάδας των αγριάδων
    αιτιατική την αγριάδα τις αγριάδες
     κλητική αγριάδα αγριάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριάδα < μεσαιωνική ελληνική < άγριος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριάδα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του άγριου ως προς τη συμπεριφορά (για άνθρωπο) και την εμφάνιση (για άνθρωπο, τοπία), η αγριότητα
  2. η εκφοβιστική συμπεριφορά, ο τσαμπουκάς
    άσε τις αγριάδες, δεν πρόκειται να σε φοβηθούμε
    προσπάθησε να τους πουλήσει αγριάδα
  3. (φυτό) κοινή ονομασία του ζιζανίου "Άγρωστις η έρπουσα" (Elytrigia repens, Agropyron repens) αλλά και για άλλα, παρόμοια, αγρωστοειδή

  Μεταφράσεις επεξεργασία