τσαμπουκάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαμπουκάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική çabuka (που τον έχουν καταδικάσει ξανά) < sabıka (κι άλλη καταδίκη) (< sabık (προηγούμενος) < αραβική سابق (sābik: προηγούμενος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαμπουκάς αρσενικό (λαϊκότροπο)
- ο τσακωμός, ο καβγάς, η φασαρία
- Μας πουλάει τσαμπουκά.
- (κατ’ επέκταση) ο μάγκας, ο νταής, αυτός που με τη συμπεριφορά του ψάχνει ή προκαλεί καβγάδες
- Ο πιτσιρικάς ήταν μεγάλος τσαμπουκάς.
- η προκλητική μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, νταηλίκι, ζοριλίκι
- Έξω από το καφενείο έγινε τσαμπουκάς.
- Πάει γυρεύοντας για τσαμπουκά.
- (αργκό) οι επουλωμένες πληγές, συνήθως από ξυράφι, στα χέρια ή και στο πρόσωπο
- Τα μπράτσα του ήταν γεμάτα τσαμπουκάδες.
Εκφράσεις
επεξεργασία- κόβω τον τσαμπουκά και σπάω τον τσαμπουκά: κάνω κάποιον να χάσει το ηθικό του, την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις δυνάμεις του