μάγκικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μάγκικος | η | μάγκικη | το | μάγκικο |
γενική | του | μάγκικου | της | μάγκικης | του | μάγκικου |
αιτιατική | τον | μάγκικο | τη | μάγκικη | το | μάγκικο |
κλητική | μάγκικε | μάγκικη | μάγκικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μάγκικοι | οι | μάγκικες | τα | μάγκικα |
γενική | των | μάγκικων | των | μάγκικων | των | μάγκικων |
αιτιατική | τους | μάγκικους | τις | μάγκικες | τα | μάγκικα |
κλητική | μάγκικοι | μάγκικες | μάγκικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμάγκικος, -η, -ο
- που ανήκει ή χαρακτηρίζει το μάγκα
- μάγκικοι τρόποι, μάγκικη έκφραση
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μάγκικος
|