μάγκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μάγκας | οι | μάγκες |
γενική | του | μάγκα | των | (μαγκών) |
αιτιατική | τον | μάγκα | τους | μάγκες |
κλητική | μάγκα | μάγκες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάγκας < μάγκα (θηλυκό) < αλβανική mangë[1] [2] (δάρτης λιναριού ή κανναβιού, (μεταφορικά) χαμίνι, αλάνι)[3] < mang (μικρό ζώου, χαμίνι, αλάνι)[4] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mey- (μικρός, λίγος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάγκας αρσενικό
- χαρακτηριστικός λαϊκός τύπος με ιδιαίτερη εμφάνιση, ομιλία και συμπεριφορά
- ※ Πλησίον του ωρολογίου της αγοράς υπάρχει υπόγειός τις ναός Βυζαντινής εποχής, όστις από πολλού υπό των θεοσεβών εγκαταλειφθείς, κατέστη καταφύγιον των μαγκών. (Νικόλαος Β. Βωτυράς, «Η μάγκα του Ωρολογίου, ήτοι τα αποτελέσματα μιας αμαρτίας», Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ.Δ΄, Σοκόλης, Αθήνα 1996, σ. 266-268 [1])
- ※ ..που «έγραψε» περί ...μαγκών όλου του κόσμου κ' είν' ώστόσο πραγματικό (μόνο που δεν έγραψε ο ατυχής αλήθεια περί μαγκών, παρά... (Χάρης Πάτσης, Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης, Γεώργιος Θεοδώρου Ζούρας, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Απόλλων - Άσπρο Φως, Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων, 1995, σελ. 101)
- παλικαράς, νταής
- ο ικανός στον τομέα του
- φιλική προσφώνηση σε πολύ οικείο τόνο
Εκφράσεις
επεξεργασία- κάνω τον μάγκα: κάνω κάτι παράτολμο, ασύνετο
- τζάμπα μάγκας: αυτός που παριστάνει τον τολμηρό, ενώ ξέρει πως δεν πρόκειται να χρειαστεί να αποδείξει την τόλμη του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μάγκα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 μάγκας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μάγκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Mann Stuart, An historical Albanian-English dictionary, εκδ. Longmans, Green, and co., Λονδίνο 1948, λήμμα mangë.
- ↑ Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, εκδ. Brill, Λέιντεν–Βοστώνη 1998, ISBN 978-90-04-11024-3, λήμμα: mang
- ↑ Ο Κώστας Καραποτόσογλου («Συγκριτικές διερευνήσεις στα νέα ελληνικά», Λεξικογραφικόν δελτίον Ακαδημίας Αθηνών, τ. 16, 1986) ετυμολογεί την τουρκική manga: < ισπανική manga (ομάδα οπλοφόρων) < λατινική manica < manus.