γαλέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλέρα | οι | γαλέρες |
γενική | της | γαλέρας | των | γαλερών |
αιτιατική | τη | γαλέρα | τις | γαλέρες |
κλητική | γαλέρα | γαλέρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαλέρα < (άμεσο δάνειο) βενετική galera
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλέρα θηλυκό
- παλιό πολεμικό ιστιοφόρο με κουπιά
- οι σκλάβοι τραβούσαν κουπί στη γαλέρα