Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καννάβι τα καννάβια
      γενική του κανναβιού των κανναβιών
    αιτιατική το καννάβι τα καννάβια
     κλητική καννάβι καννάβια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Cannabis sativa

  Ετυμολογία επεξεργασία

καννάβι < μεσαιωνική ελληνική καννάβι(ν) < (ελληνιστική κοινή) καννάβιον, υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) κάνναβις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καννάβι ουδέτερο

  1. (φυτό) το φυτό Cannabis sativa
  2. ανθεκτική ίνα από το παραπάνω φυτό
  3. ίνες που τυλίγονται στις συνδέσεις σιδεροσωλήνων για καλύτερη σύσφιξη και στεγανοποίηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία