κάνναβις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κάνναβῐς | αἱ | καννάβεις |
γενική | τῆς | καννάβεως & κάνναβιος(ιωνικός) |
τῶν | καννάβεων |
δοτική | τῇ | καννάβει | ταῖς | καννάβεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κάνναβῐν | τὰς | καννάβεις |
κλητική ὦ! | κάνναβῐ | καννάβεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καννάβει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κανναβέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κάνναβις | αἱ | καννάβιδες & κανναβίδες |
γενική | τῆς | καννάβιδος | τῶν | κανναβίδων |
δοτική | τῇ | καννάβιδῐ | ταῖς | καννάβισῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κάνναβιν | τὰς | καννάβιδᾰς |
κλητική ὦ! | κάνναβι | καννάβιδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καννάβιδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κανναβίδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάνναβις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάνναβις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κάνναβις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάνναβις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.