↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάνναβῐς αἱ καννάβεις
      γενική τῆς καννάβεως
κάνναβιος(ιωνικός)
τῶν καννάβεων
      δοτική τῇ καννάβει ταῖς καννάβεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κάνναβῐν τὰς καννάβεις
     κλητική ! κάνναβῐ καννάβεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καννάβει
γεν-δοτ τοῖν  κανναβέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάνναβις αἱ καννάβιδες
κανναβίδες
      γενική τῆς καννάβιδος τῶν κανναβίδων
      δοτική τῇ καννάβιδ ταῖς καννάβισ(ν)
    αιτιατική τὴν κάνναβιν τὰς καννάβιδᾰς
     κλητική ! κάνναβι καννάβιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καννάβιδε
γεν-δοτ τοῖν  κανναβίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάνναβις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάνναβις θηλυκό