↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάγκος οι πάγκοι
      γενική του πάγκου των πάγκων
    αιτιατική τον πάγκο τους πάγκους
     κλητική πάγκε πάγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πάγκος για πώληση σφουγγαριών

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάγκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πάγκος / μπάγκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpaŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐γκος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάγκος αρσενικό και μπάγκος

  1. μακρύ ξύλινο ή μεταλλικό κάθισμα χωρίς πλάτη για πολλά άτομα σε δημόσιους χώρους
    → δείτε και τη λέξη παγκάκι
  2. μακρόστενη ορθογώνια επιφάνεια σε ύψος κατάλληλο για διάφορες εργασίες όπως πχ. το μαγείρεμα, που γίνονται από όρθια συνήθως θέση
    ⮡  πάγκος κουζίνας, πάγκος εργασίας
  3. ορθογώνια επιμήκης κατασκευή σε παντοπωλείο ή καφενείο, πίσω από την οποία εργάζεται ο μαγαζάτορας
     συνώνυμα: τεζάκι, (μπουφές)
  4. επιμήκης κατασκευή σε ανοιχτούς χώρους, πάνω στην οποία εκτίθενται εμπορεύματα
  5. (ναυτικός όρος) συνώνυμο του ξέρα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάγκος αρσενικό