μπάγκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπάγκος | οι | μπάγκοι |
γενική | του | μπάγκου | των | μπάγκων |
αιτιατική | τον | μπάγκο | τους | μπάγκους |
κλητική | μπάγκε | μπάγκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπάγκος < μεσαιωνική ελληνική μπάγκος < ιταλική banco
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπάγκος αρσενικό
- → δείτε τη λέξη πάγκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπάγκος
→ δείτε τη λέξη πάγκος |