Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
établi établis

établi (fr) αρσενικό

  Επίθετο

επεξεργασία

établi (en)

  1. καθιερωμένος
  2. εγκατεστημένος, εγκαταστημένος