établi
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
établi | établis |
établi (fr) αρσενικό
- πάγκος μάστορα, πάγκος για μαστορέματα
Επίθετο
επεξεργασίαétabli (en)
ενικός | πληθυντικός |
établi | établis |
établi (fr) αρσενικό
établi (en)