Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεζάκι τα τεζάκια
      γενική του τεζακιού των τεζακιών
    αιτιατική το τεζάκι τα τεζάκια
     κλητική τεζάκι τεζάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεζάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tezgâh < περσική دستگاه (dastgāh)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεζάκι ουδέτερο

  1. ο πάγκος του μαγαζάτορα σε παντοπωλείο ή καφενείο, ο μπουφές
    Ο καταστηματάρχης στάθηκε για μια στιγμή κι αναμέτρησε τη δυστυχία του. Το κούτελό του άρχισε να γυαλίζει από ψιλόν ιδρό. Αντίο μεγαλεία τώρα... Άντε πάλι ζέψου στο τεζάκι, και πιάσε πάλε τα φλιτζανοπότηρα. Και γίνε πάλι πατσαβούρι και τσιράκι του καθενός. Και παίρνε διαταγές, και μάζευε τις πενταροδεκάρες σαν ζητιάνος. (Μενέλαος Λουντέμης, Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους)
  2. είδος σπαγκοραφής βιβλιοδεσίας
  3. εργαλείο-μηχάνημα, το οποίο χρησιμοποιεί ο βιβλιοδέτης για το ράψιμο των βιβλίων
    Παλιότερα στα βιβλιοδετεία με τους πολλούς εργάτες και τον καταμερισμό εργασίας, το ράψιμο γινόταν από γυναίκες. Στην Αθήνα -λίγα μόλις χρόνια πριν- οι ράφτρες αυτές εργάζονταν σε περισσότερα από ένα βιβλιοδετεία και αμείβονταν «με το τεζάκι», πόσα δηλαδή τεζάκια γέμιζαν στο χρόνο που δούλεψαν. (*)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • την κάναμε τεζάκι: χορτάσαμε τρώγοντας πολλά φαγητά

  Μεταφράσεις επεξεργασία