دستگاه
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαدستگاه (dastgāh)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- تزگاه (tezgâh)
Περσικά (fa)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- دستگاه < دست (dast) + گاه (-gāh)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαدستگاه (fa) (dastgāh)
دستگاه (dastgāh)
دستگاه (fa) (dastgāh)