μαγαζάτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαγαζάτορας < μαγαζ(ί) + -άτορας < βενετικά magasín < ιταλικά magazzino < αραβικά مخازن (maḵāzinun), πληθυντικός αριθμός του مخزن (maḵzanun) < خزن (ḵazana)< ρίζα خ ز ن (ḵ-z-n)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγαζάτορας αρσενικό
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαγαζάτορας
|