παγκάκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παγκάκι | τα | παγκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παγκάκι | τα | παγκάκια |
κλητική | παγκάκι | παγκάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παγκάκι < πάγκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι που έχασε την υποκοριστική του σημασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παγκάκι ουδέτερο
- μακρύ ξύλινο ή μεταλλικό κάθισμα σε δημόσιους χώρους
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παγκάκι