Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bench benches

bench (en)

  1. το παγκάκι, ο πάγκος, είδος καθίσματος για περισσότερα από ένα άτομα
      The bench is bolted to the ground.
    Το παγκάκι είναι βιδωμένο στο έδαφος.
      the benches in the park - οι πάγκοι στο πάρκο
  2. (νομικός όρος) η έδρα δικαστού
      His lawyer turned to address the bench.
    Ο δικηγόρος του στράφηκε να απευθυνθεί στην έδρα.
  3. το κάθισμα Βουλής
  4. ο πάγκος, οι θέσεις που προορίζονται για τους αναπληρωματικούς ή για τους παίκτες που έχουν βγει από το παιχνίδι
      He is sick of spending every game on the bench.
    Έχει βαρεθεί να περνάει κάθε παιχνίδι στον πάγκο.
  5. ο πάγκος, επίμηκες τραπέζι για κάθε είδους χειρωνακτική εργασία
      a carpenter’s bench - πάγκος ξυλουργού
     συνώνυμα: workbench

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας bench
γ΄ ενικό ενεστώτα benches
αόριστος benched
παθητική μετοχή benched
ενεργητική μετοχή benching

bench (en)

  • βάζω, στέλνω κάποιον στον πάγκο σε παιχνίδι
      He infuriated his coach and he benched him.
    Έκανε έξαλλο τον προπονητή του και τον έστειλε στον πάγκο.