bench
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bench | benches |
bench (en)
- το παγκάκι, ο πάγκος, είδος καθίσματος για περισσότερα από ένα άτομα
- ⮡ The bench is bolted to the ground.
- Το παγκάκι είναι βιδωμένο στο έδαφος.
- ⮡ the benches in the park - οι πάγκοι στο πάρκο
- ⮡ The bench is bolted to the ground.
- (νομικός όρος) η έδρα δικαστού
- ⮡ His lawyer turned to address the bench.
- Ο δικηγόρος του στράφηκε να απευθυνθεί στην έδρα.
- ⮡ His lawyer turned to address the bench.
- το κάθισμα Βουλής
- ο πάγκος, οι θέσεις που προορίζονται για τους αναπληρωματικούς ή για τους παίκτες που έχουν βγει από το παιχνίδι
- ⮡ He is sick of spending every game on the bench.
- Έχει βαρεθεί να περνάει κάθε παιχνίδι στον πάγκο.
- ⮡ He is sick of spending every game on the bench.
- ο πάγκος, επίμηκες τραπέζι για κάθε είδους χειρωνακτική εργασία