benko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- benko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | benko | benkoj |
αιτιατική | benkon | benkojn |
benko (eo)
- ο πάγκος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | benko | benkoj |
αιτιατική | benkon | benkojn |
benko (eo)