éventaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- éventaire < éventer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
éventaire | éventaires |
éventaire (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) δίσκος από λυγαριά ενός μικροπωλητή που συγκρατείται με αορτήρα από τον λαιμό, ο πάγκος
- η έκθεση εμπορευμάτων στο δρόμο, έξω από ένα κατάστημα, ο πάγκος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη éventer