• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

λυγαριά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αλυγαριά

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυγαριά οι λυγαριές
      γενική της λυγαριάς των λυγαριών
    αιτιατική τη λυγαριά τις λυγαριές
     κλητική λυγαριά λυγαριές
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λυγαριά < μεσαιωνική ελληνική λυγαρέα < λύγος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

λυγαριά θηλυκό

  • (βοτανική) φυτό με ευλύγιστα κλαδιά που χρησιμοποιείται στην καλαθοπλεκτική

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • αλυγαριά
  • λύγος

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • λυγαριά στη Βικιπαίδεια  

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    λυγαριά
  • αγγλικά : osier (en), vitex (en)
  • γαλλικά : osier (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λυγαριά&oldid=3898958"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Μαΐου 2017, στις 16:03

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Μαΐου 2017, στις 16:03.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie