• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλυγαριά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλυγαριά οι αλυγαριές
      γενική της αλυγαριάς των αλυγαριών
    αιτιατική την αλυγαριά τις αλυγαριές
     κλητική αλυγαριά αλυγαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλυγαριά < α- προτακτικό + λυγαριά < μεσαιωνική ελληνική λυγαρέα < λύγος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλυγαριά θηλυκό

  • (φυτό, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του λυγαριά

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αλυγαριά
  • → δείτε τη λέξη λυγαριά
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλυγαριά&oldid=5640185"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 19:54

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 19:54.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας