αλυγαριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλυγαριά | οι | αλυγαριές |
γενική | της | αλυγαριάς | των | αλυγαριών |
αιτιατική | την | αλυγαριά | τις | αλυγαριές |
κλητική | αλυγαριά | αλυγαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλυγαριά < α- προτακτικό + λυγαριά < μεσαιωνική ελληνική λυγαρέα < λύγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλυγαριά θηλυκό
- (φυτό, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του λυγαριά
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλυγαριά
|