Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stall stalls

stall (en)

  1. ο πάγκος υπαίθριου εμπορίου, η καντίνα
    ⮡  a stall with flowers/a flower stall - πάγκος με λουλούδια
    ⮡  They set up their stalls in the square and shouted selling their merchandise.
    Έστησαν τους πάγκους τους στην πλατεία και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους.
     συνώνυμα: stand
  2. το χώρισμα στάβλου
    ⮡  The horses were in their stalls.
    Τα άλογα ήταν στα χωρίσματά τους.
  3. (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) το χώρισμα, μια μικρή περιοχή σε ένα δωμάτιο, που περιβάλλεται από γυαλί, τοίχους κτλ., που περιέχει ντους ή τουαλέτα
    ⮡  a shower stall - χώρισμα για ντους
  4. το στολάρισμα
ενεστώτας stall
γ΄ ενικό ενεστώτα stalls
αόριστος stalled
παθητική μετοχή stalled
ενεργητική μετοχή stalling

stall (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σβήνω, σταματάω, μένω, για ένα όχημα ή μια μηχανή που σταματά ξαφνικά λόγω έλλειψης ισχύος ή ταχύτητας
    ⮡  Step on the gas because your engine will stall.
    Πάτα γκάζι γιατί θα σου σβήσει η μηχανή.
    ⮡  The engine began to misfire and then stalled.
    Η μηχανή άρχισε να ρετάρει κι έπειτα σταμάτησε.
    ⮡  There were many cars stalled in the deep snow.
    Υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα σταματημένα στο βαθύ χιόνι.
  2. (μεταβατικό) καθυστερώ, κάνω κάποιον να περιμένει για να έχω περισσότερο χρόνο να κάνω κάτι
    ⮡  Stall him for a little until I come.
    Καθυστέρησέ τον λίγο ώσπου να έρθω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) καθυστερώ, σταματώ κάτι να συμβεί μέχρι αργότερα· σταματάω να προοδεύω
    ⮡  We must stall the sale until we find the money.
    Πρέπει να καθυστερήσουμε την πώληση ώσπου να βρούμε τα χρήματα.
    ⮡  They stalled the progression of the disease.
    Σταμάτησαν την εξέλιξη της αρρώστιας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay