Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στολάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στολάρισμα
τα
στολαρίσμα
τ
α
γενική
του
στολαρίσμα
τ
ος
των
στολαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
στολάρισμα
τα
στολαρίσμα
τ
α
κλητική
στολάρισμα
στολαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στολάρισμα
<
αγγλική
stall
+
-σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στολάρισμα
ουδέτερο
μεγάλη μείωση της
άνωσης
μίας
αεροτομής
που οφείλεται στη μεγάλη
γωνία προσβολής
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στολάρισμα
αγγλικά
:
stall
(en)