↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στολάρισμα τα στολαρίσματα
      γενική του στολαρίσματος των στολαρισμάτων
    αιτιατική το στολάρισμα τα στολαρίσματα
     κλητική στολάρισμα στολαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στολάρισμα < αγγλική stall + -σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στολάρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία