Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αεροτομή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αεροτομ
ή
οι
αεροτομ
ές
γενική
της
αεροτομ
ής
των
αεροτομ
ών
αιτιατική
την
αεροτομ
ή
τις
αεροτομ
ές
κλητική
αεροτομ
ή
αεροτομ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ροή γύρω από μία αεροτομή
Ετυμολογία
επεξεργασία
αεροτομή
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αεροτομή
θηλυκό
Σχήμα δομής σχεδιασμένη να παράγει
άντωση
όταν κινείται μέσα σε ένα
ρευστό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αεροτομή
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεροτομή
αγγλικά
: (Αμερικάνικα)
airfoil
(en)
, (Βρετανικά)
aerofoil
(en)