Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροτομή οι αεροτομές
      γενική της αεροτομής των αεροτομών
    αιτιατική την αεροτομή τις αεροτομές
     κλητική αεροτομή αεροτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ροή γύρω από μία αεροτομή

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροτομή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροτομή θηλυκό

  • Σχήμα δομής σχεδιασμένη να παράγει άντωση όταν κινείται μέσα σε ένα ρευστό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία