άνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άνωση | οι | ανώσεις |
γενική | της | άνωσης* | των | ανώσεων |
αιτιατική | την | άνωση | τις | ανώσεις |
κλητική | άνωση | ανώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άνωση < άν- (ανά) + αρχαία ελληνική ὦσις < ὠθέω / ὠθῶ (πβ. αρχαία ελληνική ἀνωθέω, ἀνωθῶ (σπρώχνω προς τα πάνω)[1] [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάνωση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ άνωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.