ύψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαύψη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα σημεία που βρίσκονται σε μεγάλο ύψος
- φοβάται τα ύψη
- (μεταφορικά)
- στα ύψη έφτασε η τιμή της βενζίνης
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαύψη ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ύψος