ανωστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανωστικός < αρχαία ελληνική ἀν- + ὠστικός (ἀνωθέω < ἀνά +ὠθῶ). Δείτε και το ελληνιστικό επίρρημα ἀνωστικῶς. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαανωστικός